ὑμενῶδες

ὑμενῶδες
ὑμενώδης
full of membranous substances
masc/fem voc sg
ὑμενώδης
full of membranous substances
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδοκάρπιο — Το εσωτερικό μέρος του περικάρπιου των καρπών, που αποτελεί τον πυρήνα (κουκούτσι). Μπορεί να είναι λεπτό και υμενώδες (όπως στον αρακά και στο φασόλι), ή παχύ και ξυλώδες (όπως το κουκούτσι του κερασιού, του δαμάσκηνου κ.ά.). * * * το το… …   Dictionary of Greek

  • μυόλεμμα — και μυείλημα, το ανατ. διαφανές σωληνώδες υμενώδες έλυτρο που περιβάλλει εγκαρσίως καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. σαρκείλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυόλεμμα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myolemma (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + λέμμα*… …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • σακίδιο — το / σακκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα νεοελλ. 1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος 2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν… …   Dictionary of Greek

  • σαρκείλημα — και σαρκόλεμμα, το, Ν ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυ… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • υμενογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που σχηματίζει υμένες 2. ιατρ. αυτός που παράγει υμενώδες εξίδρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • υπογόνιο — το / ὑπογόνιον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. υμενώδες μόριο τού φυτού, που αναπτύσσεται κάτω από τα όργανα τής καρποφορίας αρχ. το μέρος τού σκέλους κάτω από το γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γόνος + ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”